ακατάρτιστος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει την απαιτούμενη κατάρτιση, προπαρασκευή για κάτι: Οι μελέτες για τα έργα αυτά είναι ακόμη ακατάρτιστες. 2. αυτός που δεν έχει αρκετές γνώσεις, απαίδευτος: Τυπικά είχε κάποιο πτυχίο, ουσιαστικά όμως ήταν ακατάρτιστος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακαταρτισιά — η [ακατάρτιστος] η ιδιότητα τού ακατάρτιστου, η αμορφωσιά … Dictionary of Greek
ανεκπαίδευτος — η, ο εκείνος που δεν έχει εκπαιδευθεί, ακατάρτιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < εκπαιδεύω. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις από τον Στέφανο Ξένο, λόγιο καί πεζογράφο] … Dictionary of Greek
απόχειρος — ἀπόχειρος, ον (Α) απροετοίμαστος, ακατάρτιστος … Dictionary of Greek
ασυγκρότητος — η, ο νεοελλ. 1. αυτός που δεν είναι συγκροτημένος ή συναρμολογημένος 2. ακατάρτιστος, ημιμαθής αρχ. 1. αυτός που δεν έχει προετοιμαστεί ώστε να συντονίζεται με τους άλλους 2. (για ύφος) πλαδαρός, χαλαρός … Dictionary of Greek
αστοιχείωτος — η, ο αυτός που δεν κατέχει τις πρώτες και απλούστερες γνώσεις μιας τέχνης ή μάθησης, ο ακατάρτιστος: Στη Φυσική αυτός είναι αστοίχειωτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ασυγκρότητος, -η — ο επίρρ. α αυτός που δεν είναι συγκροτημένος, ακατάρτιστος: Επιστημονικά είναι ακόμη ασυγκρότητος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)